- πριγκίπια
- τὰ, Α(σε ρωμ. στρατόπεδο) ευρύς, εκτεταμένος τόπος όπου βρίσκονταν οι σκηνές τού στρατηγού, τών υπάρχων και τών χιλιάρχων και όπου συγκαλούσαν τις συνελεύσεις και τελούσαν τις δίκες («διέφθειρεν ἐν τοῑς ἀρχείοις, ἅ Πριγκίπια καλοῡσι Ῥωμαῑοι», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. principia «τόπος τού στρατοπέδου όπου βρισκόταν το στρατηγείο»].
Dictionary of Greek. 2013.